- νεουργός
- (I)νεουργός, -όν (Α)1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.)2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεουργόςο ανακαινιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -ουργός* (< ἔργον)].————————(II)νεουργός, ὁ (Α)αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + -ουργός* (< ἔργον)].————————(III)νεουργός, ὁ (Α)αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. τού νᾱός + -ουργός* (< ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.